υπερτονος

υπερτονος
    ὑπέρτονος
    ὑπέρ-τονος
    2
    1) чрезвычайно напряженный, громогласный, громкий
    

(γήρυμα Aesch.; βοά Arph.)

    2) перенапряженный
    

(δύναμις Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερτονος" в других словарях:

  • ὑπέρτονος — strained to the utmost masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρτονος — η, ο / ὑπέρτονος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι τής στέγης, η μεσόδμη νεοελλ. 1. συμπαγής, πυκνός 2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός 3. φρ. «υπέρτονος ορός» ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που… …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρτονον — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem acc sg ὑπέρτονος strained to the utmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτόνου — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτόνῳ — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρτονα — ὑπέρτονος strained to the utmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Salpinx (instrument) — Pour les articles homonymes, voir Salpinx. Hoplite jouant la salpinx, lécythe de la fin du VIe ou du début du Ve …   Wikipédia en Français

  • Salpinx — Saltar a navegación, búsqueda Hoplita tocando el salpinx. Lecito de finales del siglo VI o principios del V a. C., Museo arqueológico regional Antonio Salinas de Palermo. El salpinx ( …   Wikipedia Español

  • υπέρτονο — το / ὑπέρτονον, ΝΜΑ βλ. υπέρτονος …   Dictionary of Greek

  • υπερτονικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για διάλυμα) αυτός που έχει υψηλότερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που έχει ένα γειτονικό διάλυμα ή ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται, αλλ. υπέρτονος 2. ιατρ. (για στόμαχο) αυτός που παρουσιάζει αυξημένο τόνο τού μυϊκού τοιχώματος… …   Dictionary of Greek

  • υπερτόναιον — τὸ, Α το ανώφλι πόρτας ή παραθύρου, υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρτονος + κατάλ. αιος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»